- πιλωτός
- -ή, -όν, ΜΑ [πίλος]1. ο κατασκευασμένος από πίλημα2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πιλωτόνο σκούφος για τον ύπνο3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πιλωτάοι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέωναρχ.συμπιεσμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιλωτός — πῑλωτός , πιλωτός of felt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτά — πῑλωτά , πιλωτός of felt neut nom/voc/acc pl πῑλωτά̱ , πιλωτός of felt fem nom/voc/acc dual πῑλωτά̱ , πιλωτός of felt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτῶν — πῑλωτῶν , πιλωτός of felt fem gen pl πῑλωτῶν , πιλωτός of felt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτόν — πῑλωτόν , πιλωτός of felt masc acc sg πῑλωτόν , πιλωτός of felt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτάριος — ὁ, Α [πιλωτός] ο πιλοποιός … Dictionary of Greek
πιλωτοποιός — ὁ, Μ ο πιλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλωτός + ποιός*] … Dictionary of Greek
pilotă — PÍLOTĂ, pilote, s.f. 1. Un fel de plapumă călduroasă, de forma unei perne mari umflate, umplută cu fulgi sau cu puf. 2. (reg.) Bagaj, calabalâc. [acc. şi: pilótă] – et. nec. Trimis de oprocopiuc, 18.03.2004. Sursa: DEX 98 PÍLOTĂ s. (reg.)… … Dicționar Român
ԿԱՃԵԱՅ — (Ճէի, իւ.) NBH 1 1038 Chronological Sequence: 8c, 12c ա. ԿԱՃԵԱՅ կամ ԿԱՃԷ. πίλεος, πιλωτός pileus, coactus, pilosus Կազմեալն ʼի կաճէ. թաղեայ. եւ Զգեցեալն կաճիւ. ... *Անարի ոմն սկայ վառեալ, եւ թաղեաւ (կամ թաղիւ) կաճեայ բոլորով ամենեւիմբ պարածածկեալ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πιλωταί — πῑλωταί , πιλωτός of felt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτοῖς — πῑλωτοῖς , πιλωτός of felt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)